- τροφόεις
- -εσσα, -εν, Α1. καλοθρεμμένος, ευτραφής2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροφόεν — τροφόεις well fed masc voc sg τροφόεις well fed neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόεντα — τροφόεις well fed neut nom/voc/acc pl τροφόεις well fed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek